ὑγροθηρική

ὑγροθηρική
ὑγρο-θηρική (sc. τέχνη), ,
A water-hunting, i. e. fishing, Poll.1.97.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑγροθηρική — water hunting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγροθηρική — ἡ, Α (ενν. τέχνη) η αλιεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + θηρική (< θήρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σπογγο θηρική] …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”